προσεῖχον

προσεῖχον
προσέχω
hold to
imperf ind act 3rd pl
προσέχω
hold to
imperf ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве …   Википедия

  • επιτείχιση — η (Α ἐπιτείχισις) [επιτειχίζω] εκτέλεση οχυρωματικών έργων, οχύρωση («τῇ ἐπιτειχίσει τῆς Δεκελείας προσεῑχον ἤδη τὸν νοῡν», Θουκ.) αρχ. 1. το σύνολο τών οχυρωματικών έργων, η αμυντική συγκρότηση 2. ανέγερση φρουρίου σε εχθρικά σύνορα …   Dictionary of Greek

  • προσέχω — ΝΜΑ 1. έχω στρέψει την προσοχή μου σε κάτι, σκέπτομαι, παρατηρώ ή παρακολουθώ κάτι με ενδιαφέρον (α. «πρόσεχε στο μάθημα» β. «προσέχειν τῶν ἐμπείρων... ταῑς ἀναποδείκτοις φάσεσι», Αριστοτ.) 2. αντιλαμβάνομαι, διακρίνω (α. «ήταν κι αυτός εκεί αλλά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”